21 Νοεμβρίου 2024

Agios Dimitrios Notia News

ΝΟΤΙΑ ΝΕΑ (NEWS) & ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ(ΜΠΡΑΧΑΜΙ)

Προσωπική ταυτότητα και αίσθηση του εαυτού στους έφηβους-‘Αρθρο της Γεωργίας Ραβάνη Λακασά (ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΥΜΒ. ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ)

ΓΡΑΦΕΙ Η ΓΕΩΡΓΙΑ ΡΑΒΑΝΗ ΛΑΚΑΣΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ

ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΥΜΒ. ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ( Παιδιών, Εφήβων και Ενηλίκων)

Εκτός από τις διαφοροποιήσεις που παρατηρούμε στη λειτουργία της σκέψης των εφήβων σε σχέση με αυτή των παιδιών, η εικόνα που έχουν οι έφηβοι για τον εαυτό τους υπόκειται και αυτή σε ραγδαίες αλλαγές. Οι δύο βασικές συνιστώσες που δομούν την έννοια του εαυτού είναι η αυτοεκτίμηση και η αυτοαντίληψη, οι οποίες αντιπροσωπεύουν τη συναισθηματική και τη γνωστική πλευρά αντίστοιχα. Σύμφωνα με τον James, η αυτοεκτίμηση επηρεάζεται από τις προσωπικές φιλοδοξίες και τις υποκειμενικές αξιολογήσεις του ατόμου σχετικά με την επίτευξη (υψηλή αυτοεκτίμηση) ή όχι (χαμηλή αυτοεκτίμηση) των επιδιωκόμενων στόχων.

Από την ηλικία των 8 ετών περίπου, τα παιδιά αξιολογούν τον εαυτό τους (σε μια διαδικασία «μέτρησης» της αυτοεκτίμησης) σε αντιστοιχία με τις κρίσεις τόσο των συνομηλίκων τους όσο των δασκάλων τους, με αποτέλεσμα η συνολική αίσθηση του εαυτού σε σχέση με τους άλλους να κάνει την εμφάνισή της σε αυτή την ηλικία περίπου. Ένας ακόμη παράγοντας που παίζει σημαντικό ρόλο στο θέμα της αυτοεκτίμησης των παιδιών είναι η ανατροφή. Ο συνδυασμός των ακόλουθων γονεϊκών χαρακτηριστικών: αποδοχή των παιδιών, καθορισμένα με σαφήνεια όρια, σεβασμός στην ατομικότητα, συμβάλλουν στην παρουσία υψηλής αυτοεκτίμησης κατά την ύστερη μέση παιδική ηλικία. Καθώς τα παιδιά μπαίνουν στην εφηβεία, οι περιγραφές που δίνουν για τον εαυτό τους εγκαταλείπουν τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και περνούν σε πιο περιεκτικές έννοιες υψηλότερου επιπέδου, ενώ σημαντικό ρόλο παίζει και το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσουν την περιγραφή τους. Με άλλα λόγια, ο έφηβος είναι πλέον σε θέση να περιγράψει τον εαυτό του χρησιμοποιώντας πιο σύνθετες εννοιολογικές κατασκευές, και επιχειρεί να συλλέξει στοιχεία απάντησης στην ερώτηση: «Ποιος είμαι;». Ερώτηση που κάνει για πρώτη, αλλά όχι για τελευταία φορά την εμφάνισή της.

Όλες οι μελέτες με αντικείμενο έρευνας «τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά σκέφτονται τον εαυτό τους συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι οι αλλαγές που συμβαίνουν στην ανάπτυξη μιας αίσθησης του εαυτού είναι ανάλογες με τις αλλαγές που συμβαίνουν στη γνωστική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού». Οι Damon και Hart (1988) αναφέρουν πως τα παιδιά όλων των ηλικιών που μελέτησαν, όταν περιγράφουν τον εαυτό τους μιλούν για την εμφάνισή τους, τις σχέσεις τους με τους άλλους, τις δραστηριότητές τους και τα ψυχολογικά τους χαρακτηριστικά. Τα παιδιά ηλικίας 8-11 ετών δεν αρκούνται μόνο στην απλή περιγραφή, αλλά συνδυάζουν και τα χαρακτηριστικά που έχουν επιλέξει για τη συγκρότηση της περιγραφής αυτής. Το συμπέρασμα που έβγαλαν οι Damon και Hart είναι ότι η σπουδαιότητα αυτών των χαρακτηριστικών και η εικόνα του εαυτού, αλλάζουν με την ηλικία. Η ικανότητα που έχουν τα παιδιά να σκέπτονται και να επεξεργάζονται τα δικά τους ψυχολογικά χαρακτηριστικά, καθώς και εκείνα των άλλων, συνοδεύεται από μια αυξημένη τάση να καταλαβαίνουν τον εαυτό τους και τους άλλους. Στο θέμα της φιλίας τα παιδιά αντιλαμβάνονται ότι οι σχέσεις ιεραρχούνται, αξιολογούνται και τρέμουν στην ιδέα ότι μπορούν να απορριφθούν από το σύνολο.

Ένα ακόμη στοιχείο που έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τους ερευνητές είναι οι ενδεχόμενες διακυμάνσεις της έννοιας του εαυτού που παρατηρούνται κατά τη διάρκεια της εφηβείας. Οι εκτιμήσεις, δηλαδή, που έχουν για τον εαυτό τους οι έφηβοι χαρακτηρίζονται από σταθερότητα ή μεταβλητότητα;. Πολλοί ερευνητές συμφωνούν με το συμπέρασμα ότι η ρευστότητα και οι διακυμάνσεις της έννοιας του εαυτού είναι εντονότερες και μεγαλύτερες στην εφηβεία απ’ ό,τι στη μέση παιδική ηλικία. Σύμφωνα με τον Rosenberg, η εν λόγω ρευστότητα οφείλεται σε μία σειρά από παράγοντες που έχουν άμεση σχέση με τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης του ατόμου. Ο Rosenberg εστιάζει την προσοχή του στη σημασία που αποδίδει ο έφηβος στις γνώμες των άλλων για τον εαυτό του και στη συγκρουσιακή κατάσταση που επέρχεται όταν δεν είναι σε θέση να τις «μαντέψει» και να τις γνωρίσει. Η ποικιλότητα και η διαφορετικότητα των γνωμών τον οδηγεί πολύ συχνά σε αμφιβολίες και αντιφατικότητες όσον αφορά στον τρόπο που βλέπει και κατανοεί των εαυτό του. Διαφορές σε  αυτό  το σημείο διαπιστώνονται και σε επίπεδο φύλου, εφόσον τα αγόρια εκφράζονται περισσότερο με την κίνηση και τα κορίτσια με το λόγο.

Τα παιδιά φτάνοντας στη μέση παιδική ηλικία θα αναπτύξουν σε μεγάλο βαθμό το στοιχείο της κοινωνικής σύγκρισης. Αρχίζουν δηλαδή να ορίζουν τον εαυτό τους – αυτοπροσδιορίζονται – σε σύγκριση με άλλα συνομήλικα. Σε αυτή την ηλικία περνούν πολύ χρόνο με τους συνομήλικούς τους (στα παιχνίδια, στις σχολικές τάξεις), αρχίζουν να κατανοούν την οπτική του άλλου και οδηγούνται σε ερωτήματα συγκριτικής τάξεως. Η αναγνώριση του εαυτού τους και του άλλου, συνεπάγεται, μοιραία θα λέγαμε, τη σύγκριση. Τα παιδιά αξιολογούν τις σχετικές τους ικανότητες σε κάθε είδους εγχειρήματα, με αποτέλεσμα η διεργασία της κοινωνικής σύγκρισης να είναι πολλές φορές αρκετά περίπλοκη.

Η Harter, μελετώντας την έννοια του εαυτού στην εφηβική ηλικία, παρατήρησε ένα ενδιαφέρον φαινόμενο. Οι περιγραφές που δίνουν τα παιδιά ηλικίας 11-13 ετών για τον εαυτό τους περιλαμβάνουν ένα μικρό αριθμό αντιθετικών χαρακτηριστικών, τα οποία όμως ελάχιστες φορές προκαλούν εσωτερική σύγκρουση. Σύμφωνα με την Harter, τα πράγματα αλλάζουν για τα παιδιά ηλικίας 14-16 ετών, όπου τα αντιθετικά χαρακτηριστικά στις περιγραφές πληθαίνουν, δημιουργώντας όξυνση της εσωτερικής σύγκρουσης και παράλληλα έντονη δυσφορία, ενώ στην ύστερη εφηβεία παρουσιάζεται σταδιακή ύφεση της εσωτερικής σύγκρουσης. Επιπλέον τα παιδιά της μέσης παιδικής ηλικίας επιδίδονται σε παιχνίδια με κανόνες, όπου και μαθαίνουν την ύπαρξη και τη χρησιμότητα των κανόνων, στοιχείο που είναι απαραίτητο για την κοινωνική συμβίωση και τις κοινωνικές σχέσεις, ενώ η πολλαπλότητα των ρόλων που καλούνται να υιοθετήσουν οι έφηβοι στη ζωή τους απέναντι σε διαφορετικές περιστάσεις και άτομα, τους δημιουργούν έναν διαρκή και έντονο προβληματισμό, αδυνατώντας να συλλάβουν τη μοναδικότητα του Εγώ σε σχέση με τους εν λόγω ρόλους.

Προβληματικές στη σύλληψή τους είναι επίσης και οι μεταπτώσεις και οι απότομες εναλλαγές στη γενικότερη ψυχική διάθεση, ενώ σημαντικές διαστάσεις μπορεί να πάρει και το φαινόμενο του εγωκεντρισμού τόσο στην παιδική ηλικία όσο και στην εφηβεία, όπου τα παιδιά περνούν μεγάλα χρονικά διαστήματα μόνα τους, κλεισμένα στον εαυτό τους. Προς αντιστάθμισμα του εγωκεντρισμού οι έφηβοι έχουν στη  διάθεσή  τους  τη  δυνατότητα  να  αποκτήσουν νέους  ρόλους  τόσο στο σχολείο (μαθητικές επιδόσεις) όσο και σε άλλες δραστηριότητες όπως ο αθλητισμός. Ο Fischer, τέλος, υποστηρίζει πως ναι μεν, με την έλευση της εφηβείας τα παιδιά είναι σε θέση να κατασκευάζουν αφηρημένες έννοιες, η γνωστική, όμως, συσχέτιση των εννοιών αυτών στις περιγραφές του εαυτού είναι απούσα. Η σύγκριση αφηρημένων εννοιών και η δόμησή τους σε ένα ενιαίο σύνολο, που ο Fischer αποκαλεί αφηρημένη αντιστοίχιση, είναι ικανότητα που τα παιδιά αποκτούν στη μέση εφηβική ηλικία (14-16 ετών). Οι μεταπτώσεις στην ψυχική διάθεση έχει να κάνει και με το ανησυχητικό φαινόμενο της σχολικής βίας. Οι έφηβοι νιώθουν να απειλούνται καθημερινά στο σχολικό χώρο, μέσα από βανδαλισμούς, κλοπές, σωματική και ψυχολογική βία. Παράλληλα, το άγχος και συμπτώματα κατάθλιψης εμφανίζονται κατά την περίοδο της εφηβικής ηλικίας, προσθέτοντας ακόμα έναν παράγοντα επηρεασμού της γενικότερης ψυχικής διάθεσης.

Κατά τον Erikson (1968), το σημαντικότερο και πιο θεμελιώδες έργο της εφηβείας είναι η διαμόρφωση και η συγκρότηση της ταυτότητας του ατόμου. Το θεωρητικό του μοντέλο βασίζεται στη θέση σύμφωνα με την οποία σε κάθε στάδιο της ζωής του ανθρώπου και στους διαφορετικούς στόχους και ανάγκες που πρέπει να ικανοποιηθούν, αντιστοιχεί μια αναπτυξιακή κρίση του Εγώ, την οποία το άτομο πρέπει να επιλύσει. Η γενικότερη ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του ατόμου εξαρτάται άμεσα από την επίλυση ή όχι των κρίσεων αυτών. Σύμφωνα με το μοντέλο του Erikson η αναπτυξιακή κρίση του Εγώ που σχετίζεται με τη μέση παιδική ηλικία έχει να κάνει με το δίπολο φιλοπονία-κατωτερότητα. Το παιδί, δηλαδή, θα αναπτύξει συναισθήματα φιλοπονίας και εργατικότητας αν ενισχυθεί στην προσπάθεια του να αντιμετωπίζει και να ξεπερνά τις διάφορες προκλήσεις, ενώ στην αντίθετη περίπτωση θα αναπτύσσει το συναίσθημα της κατωτερότητας. Η αναπτυξιακή κρίση του εφήβου αναφέρεται στο πρόβλημα της ταυτότητας και τη σύγχυση ρόλων. Η προσωπική ταυτότητα του εφήβου θα διαμορφωθεί ικανοποιητικά, αν επιτύχει να συνενώσει σε ένα αρμονικό σύνολο τις αντιθετικές πτυχές της κοινωνικής του συμβίωσης. Διαφορετικά θα επέλθει σύγχυση και θα βιώσει κρίση ταυτότητας.

Ο έφηβος καλείται να δώσει λύση στις τέσσερις κρίσεις του Εγώ που έχουν προηγηθεί (πρώτος χρόνος ζωής, δεύτερος χρόνος ζωής, προσχολική ηλικία, μέση παιδική  ηλικία):  α)  Εδραίωση εμπιστοσύνης.  Ο  έφηβος  αναζητά  τους  ανθρώπους εκείνους  στους  οποίους   μπορεί  να  έχει  εμπιστοσύνη  και  οι  οποίοι  μπορούν   να αποδείξουν την αξιοπιστία τους, β) Εδραίωση αυτονομίας. Ο έφηβος θα πρέπει να χαράξει μόνος του το δρόμο της ζωής του, παίρνοντας αποστάσεις από τις επιταγές των γονιών του, γ) Λήψη πρωτοβουλιών. Σε άμεση σχέση με το προηγούμενο, ο έφηβος θα πρέπει να ορίσει τους δικούς του στόχους πέρα από το πλαίσιο που έχουν θέσει οι ενήλικες, και δ) Εργατικότητα. Στην ύστερη εφηβεία η ανεξαρτησία της ενήλικης ζωής απαιτεί και τους αντίστοιχους επαγγελματικούς στόχους.

Εν κατακλείδι το ζήτημα της ταυτότητας και της σύνθετης εννοιολογικής κατασκευής τους εαυτού στη διάρκεια της εφηβείας είναι ένα πολυσύνθετο και πολυεπίπεδο πρόβλημα, πάνω στο οποίο ποικίλες έρευνες και μελέτες, όπως είδαμε, προτείνουν διαφορετικά ερμηνευτικά μοντέλα. Παρόλες τις αντιθέσεις, οι ερευνητές φαίνεται να συμφωνούν πως η αυτοεκτίμηση και η αυτοαντίληψη είναι οι δύο βασικές συνιστώσες της έννοιας του εαυτού.

Συνοψίζοντας θα πούμε ότι περνώντας το κατώφλι της εφηβικής ηλικίας, τα παιδιά βρίσκονται μπροστά σε πολυεπίπεδες ανακατατάξεις, οι οποίες οριοθετούν το νέο πλαίσιο αναφοράς της ζωής τους. Η ικανότητα σκέψης και η κατασκευή πολύπλοκων εννοιολογικών σχημάτων λαμβάνουν νέες διαστάσεις, επιτρέποντας στους έφηβους να αποκτήσουν πιο σύνθετα γνωστικά εργαλεία κατανόησης του κόσμου και του εαυτού τους. Οι νέες προκλήσεις -σε κοινωνικό επίπεδο- δημιουργούν ένα διαφορετικό πλέγμα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε σχέση με αυτό της μέσης παιδικής ηλικίας, ενώ οι σχέσεις με τους ενήλικες γενικότερα και τους γονείς ειδικότερα μεταλλάσσονται συνεχώς. Οι έφηβοι καλούνται να συνεχίσουν το δρόμο της κοινωνικοποίησης μέσα από τη ρευστότητα και τις διακυμάνσεις που χαρακτηρίζουν την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους. Τέλος, η εφηβική ηλικία –η ηλικία που φοβούνται περισσότερο οι γονείς– βρίθει από αλλαγές και είναι η περίοδος εκείνη κατά την οποία κρίνεται σε ένα μεγάλο ποσοστό η μετέπειτα πορεία των παιδιών.

 

Βιβλιογραφία

Βοσνιάδου, Σ. (1999). Κείμενα εξελικτικής ψυχολογίας. Σκέψη. Αθήνα: Gutenberg.

Γαλανάκη, Ε. (2003). Θέματα αναπτυξιακής ψυχολογίας. Αθήνα: Ατραπός.

Νόβα-Καλτσούνη, Χ., Μακρή-Μπότσαρη, Ε. & Τσιμπουκλή, Α. (2008). Θέματα εφηβείας. Πάτρα: ΕΑΠ.

Νόβα-Καλτσούνη, Χ. (2008). Η ανάπτυξη του παιδιού στο κοινωνικό περιβάλλον. Πάτρα: ΕΑΠ.

Cole, M., & Cole, S. (2002). Η ανάπτυξη των παιδιών. Γνωστική και ψυχοκοινωνική ανάπτυξη κατά τη νηπιακή και μέση παιδική ηλικία. Αθήνα: Τυπωθήτω.

Cole, M., & Cole, S. (2002). Η ανάπτυξη των παιδιών. Εφηβεία. Αθήνα: Τυπωθήτω.

Dunn, J. (1999). Οι στενές προσωπικές σχέσεις των μικρών παιδιών. Αθήνα: Τυπωθήτω.

 

Η  Ραβάνη Λακασά Γεωργία είναι Πρόεδρος στον ”ΣΥΛΛΟΓΟ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ”